θάλλω

θάλλω
Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας.
* * *
(AM θάλλω)
1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που θάλλει», Βιζυην.
β. «οὐ δένδρε' ἔθαλλεν χῶρος» — στον τόπο δεν ευδοκιμούν τα δένδρα)
2. (για πρόσ. και αφηρ. έννοιες) ακμάζω, ευτυχώ, βρίσκομαι σε καλή κατάσταση (α. «θάλλουσα νεότητα» β. «θάλλων εύγενεῖ τέκνων σπορά», Σοφ.)
αρχ.
1. είμαι σε ένταση, σε οξύτητα («ὅ τε σπλὴν θάλλει καὶ τὸ σῶμα φθίνει» — η σπλήνα διογκώνεται και το σώμα εξασθενεί, Ιπποκρ.)
2. υπάρχω σε αφθονία («εἰλαπίνῃ τεθαλυίῃ» — σε πλούσιο συμπόσιο, Ομ. Οδ.)
3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) τεθηλώς, -υῖα, -ός
θαλερός, άφθονος («τεθαλυῖα τ' ἀλωή», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *dhal- «ανθώ, θάλλω» και συνδέεται με τον ενεστ. τού αλβαν. τ. dal «προβάλλω, βλαστάνω». Τα δύο -λ- τού βάλλω ερμηνεύονται είτε από επίθημα -nō (*θαλ-νω) είτε από επίθημα -jō (*θαλ-). Ο παρακμ. τέθηλα συνδέεται με τον αόρ. dol(l)a τού αλβαν. τ. dal, ενώ το επίθ. θαλερός αντιστοιχεί στο αρμεν. επίθ. dalar «πράσινος, χλωρός», με ανερμήνευτο το -ε- στη θέση τού -α-. Η αρχική σημασία τού θάλλω είναι «βλαστάνω, ανθώ», αναφέρεται δε στα φυτά και, αργότερα, κατ' επέκταση, σε πρόσωπα και πόλεις. Χρησιμοποιούνταν κατ' εξοχήν στην ποίηση και σπάνια στον αττικό πεζό λόγο.
ΠΑΡ. θαλλός
αρχ.
θάλεα, θαλέθω, θάλος, θηλέω, τηλεθώ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναθάλλω
αρχ.
αμφιθάλλω, εκθάλλω, ενθάλλω, επιθάλω, παραθάλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θάλλω — sprout pres subj act 1st sg θάλλω sprout pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θαλλώ — Θαλλός young shoot masc nom/voc/acc dual Θαλλώ fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλλω — έθαλα, αμτβ. 1. (για φυτά), βλασταίνω άφθονα, ευδοκιμώ, λουλουδίζω. 2. μτφ., είμαι ανθηρός, είμαι ακμαίος, είμαι γεμάτος σφρίγος. 3. μτφ., ευτυχώ, είμαι ευτυχισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θαλλῷ — Θαλλός young shoot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλῷ — θαλλός young shoot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλώ — θαλλός young shoot masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάλλω — Θάλλος masc nom/voc/acc dual Θάλλος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάλλῳ — Θάλλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλλον — θάλλω sprout pres part act masc voc sg θάλλω sprout pres part act neut nom/voc/acc sg θάλλω sprout imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) θάλλω sprout imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθαλότα — θάλλω sprout perf part act neut nom/voc/acc pl (epic) θάλλω sprout perf part act masc acc sg (epic) τεθᾱλότα , θάλλω sprout perf part act neut nom/voc/acc pl (doric) τεθᾱλότα , θάλλω sprout perf part act masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”